άλεκ

άλεκ
(halec).Γένος ψαριών που έχει εκλείψει. Απολιθωμένα τους λείψανα βρέθηκαν σε στρώματα της κρητιδικής περιόδου, σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης και στον Λίβανο. Είχαν ισχυρά δόντια, τοποθετημένα στο επάνω μέρος του στόματος και τα λέπια τους είχαν περίπου κυκλική μορφή. Ένα άλλο γένος, γνωστό ως αλέκοψις,που έχει επίσης εκλείψει, είχε ανάλογα χαρακτηριστικά και σχετικά λείψανα βρέθηκαν σε απολιθώματα στο Βέλγιο και στην περιοχή του μείζονος Λονδίνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Γκίνες, Άλεκ — (Sir Alec Guinness, Λονδίνο, 1914 – 2000). Βρετανός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ξεκίνησε την καριέρα του από το θέατρο τη δεκαετία του 1930, ενώ αναδείχθηκε στον κινηματογράφο με την ταινία του Ντέιβιντ Λιν (βλ. λ.) Μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • Μπάλντουιν, Άλεκ — (Alec Baldwin, Νέα Υόρκη 1958 –). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Προέρχεται από μεγάλη καλλιτεχνική οικογένεια, με τρία αδέλφια –τους Γουίλιαμ, Ντάνιελ και Στίβεν– επίσης ηθοποιούς να ακολουθούν τα βήματα του. Ο ίδιος σπούδασε αρχικά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • αλέξω — ἀλέξω (και σπάνια ἀλέκω) (Α) Ι ενεργ. 1. απομακρύνω, αποτρέπω, αποσοβώ 2. βοηθώ, υπερασπίζω 3. προσφέρω βοήθεια ΙΙ μέσ. 1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αμύνομαι 2. ανταμείβω, ανταποδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα ἀλέξω συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη… …   Dictionary of Greek

  • ενεγκείν — ἐνεγκεῑν (Α) απρμφ. αόρ. τού φέρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεχθούμε ως αρχική τη δισύλλαβη ρίζα *enek, τότε η ετεροιωμένη μορφή *enok (με αττικό αναδιπλασιασμό και δάσυνση) απαντά στον ενεργητικό παρακμ. εν ήνοχ α, ενώ η μηδενισμένη βαθμίδα *enk, που… …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • Άμλετ — Όνομα του κεντρικού ήρωα της ομώνυμης τραγωδίας του Σαίξπηρ (ο πλήρης τίτλος της είναι Η τραγική ιστορία του Ά., πρίγκιπα της Δανίας), της οποίας το θέμα είναι παρμένο από το χρονικό του Δανού ιστορικού Σάξονα του Γραμματικού (13ος αι.) με τίτλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”